- πρόσρησιν
- πρόσρησιςaddressingfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
TUUS — Graece Σὸς, honoris causâ usurpatum erga eos, quibus venerationem nostram atque obsequium, imo nos totos oblatos cupimus. Ita enim Alexander Macedo apud Diodorum Sic. Biblioth. l. 16. in historia famosissimae eius ad Ammonem consultarionis,… … Hofmann J. Lexicon universale
πρόσρηση — η / πρόσρησις, ήσεως [προσλέγω] ΝΜΑ 1. προσαγόρευση, προσφώνηση, χαιρετισμός 2. ονομασία, όνομα αρχ. 1. το πρόσωπο ή το πράγμα το οποίο προσαγορεύει κανείς, το αντικείμενο τής προσαγόρευσης 2. συμβουλή, παραίνεση 3. ορισμός («μιᾷ χρώμενοι… … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek